- Παιώνειος
- Παιώνειος, ον,A = Παιώνιος, Longin.16.2, Marin.Procl.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιώνειος — παιώνειος, ον (Α) βλ. παιώνιος … Dictionary of Greek
Παιώνειον — Παιώνειος masc/fem acc sg Παιώνειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιωνείους — Παιώνειος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιώνεια — Παιώνειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek